Γεωργός - Λουτρουβιάρης (Ελαιοτρίβης)
Οι ελαιοπαραγωγοί πήγαιναν τις ελιές στο λουτρουβιό, τις ζύγιζαν και τις έριχναν λίγες-λίγες στο τσακιστήρι, που αποτελούνταν από την κωνική πέτρα και την κοφινία. Η πέτρα ήταν πάνω στην κοφινία και την γύριζε ένα υποζύγιο. Σε κάποια λουτρουβιά τη γύριζαν εργάτες.
Τις λιωμένες ελιές (χαμούρι), τις έβαζαν σε βαρέλι ή σε ξύλινο αποθετάρι και από εκεί μέσα σε τρίχινες πετσέτες, τις οποίες τοποθετούσαν πάνω σε ειδικά τραπέζια επενδυμένα με λαμαρίνα. Πολλές πετσέτες μαζί έβαζαν στην πλάκα του στηρακιού (πιεστηρίου). Με ξύλινο μοχλό δυο εργάτες γύριζαν τη βίδα της πάνω πλάκας του στηρακιού, για να σφίξουν όσο μπορούσαν πιο πολύ τις πετσέτες. Στη συνέχεια χρησιμοποιούσαν τον μποτζεργάτη, ένα χοντρό κάθετο στύλο, που ήταν συνδεδεμένος με σκοινί με τον μοχλό του στηρακιού. Δυο άντρες γύριζαν τον μποτζεργάτη και άλλος τον μοχλό, για να σφίξει πιο δυνατά τις πετσέτες με το χαμούρι. Το υγρό (αμούργη ανακατεμένη με λάδι) χυνόταν στον πρώτο χώρο μιας διπλανής γούρνας. Στον δεύτερο χώρο, ως πιο ελαφρύ, πήγαινε το λάδι. Κατόπιν έριχναν στις πετσέτες ζεστό νερό, για να στραγγίσουν πιο πολύ. Υπήρχαν στηράκια μεταλλικά, στηράκια ξύλινα και πολύ παλιότερα στηράκια με δυο μεγάλες πέτρες. Στα τελευταία ή κάτω πέτρα είχε διάφορα αυλάκια, για να βρίσκει κανάλια ροής το λάδι.
Ο λουτρουβιάρης πληρωνόταν σχεδόν πάντα με λάδι.
(Το κείμενο είναι από το βιβλίο "Μιάν βολάν τσ΄έναν τσαιρόν ήτον..." του Γιάννη Κολλιάρου)